- εντορμία
- ηη σύνδεση δύο ξύλων, από τα οποία το ένα έχει κοιλότητα, υποδοχή (τόρμον), όπου σφηνώνεται αντίστοιχα διαμορφωμένη προεξοχή τού άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντορμώ — όω συνδέω, συναρμόζω δύο ξύλα με εντορμία … Dictionary of Greek